- κατακρήμναμαι
- κατακρήμναμαι (Α)κατακρέμαμαι*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κρήμναμαι «κρέμομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακρημνάμεναι — κατακρήμναμαι pres part mp fem nom/voc pl κατακρήμναμαι pres inf act (epic) κατακρήμναμαι pres part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρήμναται — κατακρήμναμαι pres ind mp 3rd sg κατακρήμναμαι pres ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρήμνησιν — κατακρήμναμαι pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκρημνα — κατάκρημνος steep and rugged neut nom/voc/acc pl κατακρήμναμαι pres imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)